βρώμος
Смотреть что такое "βρώμος" в других словарях:
βρῶμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώμος — (I) βρῶμος, ο (Α) [βιβρώσκω] το βρώμα, η τροφή. (II) βρῶμος, ο και βρόμος, ο (Α) κακοσμία, βρόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρόμος (II)] … Dictionary of Greek
βρῶμον — βρῶμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώμου — βρῶμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώμῳ — βρῶμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
υπόβρωμος — ον, Α ο κάπως δύσοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρωμος (< βρῶμος), πρβλ. ἄ βρωμος] … Dictionary of Greek
Бром — Эта статья о химическом элементе; другие значения: Бром (значения). У этого термина существуют и другие значения, см. Br. 35 Селен ← Бром → Криптон … Википедия
μισόβρωμος — μισόβρωμος, ον (Μ) αυτός που μισεί τη λαιμαργία, την απληστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + βρωμος (< βρῶμος < βιβρώσκω «τρώω»)] … Dictionary of Greek
πολύβρωμος — ον, Μ πολύ δύσοσμος, πολύ δυσώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρῶμος «δυσωδία» (πρβλ. ά βρωμος)] … Dictionary of Greek
φιλόβρωμος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει το φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βρωμος (< βρῶμος [Ι] / βρώμη «τροφή»)] … Dictionary of Greek